τροχιά

τροχιά
Η κλειστή διαδρομή που εκτελεί ένα σώμα όταν κινείται γύρω από ένα ή περισσότερα σώματα. Ο όρος τ. χρησιμοποιείται συνήθως στην αστρονομία και αναφέρεται στην κίνηση που εκτελούν οι πλανήτες και οι κομήτες γύρω από τον Ήλιο ή οι δορυφόροι, φυσικοί ή τεχνητοί, γύρω από τους πλανήτες τους, εξαιτίας των ελκτικών δυνάμεων και της βαρύτητας. Στην ατομική φυσική ο όρος τ. χρησιμοποιείται, για να υποδείξει τις κινήσεις των ηλεκτρόνιων γύρω από τον πυρήνα. Καθιερώθηκε όταν ακόμα πίστευαν ότι τα ατομικά σώματα ακολουθούν τους νόμους της κλασικής μηχανικής και ότι το άτομο μπορούσε να παραβληθεί με ένα μικρότατο ηλιακό σύστημα. Η διαπίστωση αυτή αποδείχτηκε λανθασμένη χρησιμοποιείται όμως ως χονδρική προσέγγιση του όλου θέματος.
* * *
η, ΝΜΑ
τα ίχνη που αφήνουν οι τροχοί οχήματος πάνω στο έδαφος, τα αχνάρια της ρόδας
νεοελλ.
1. σιδηροτροχιά
2. φυσ. α) το σύνολο τών διαδοχικών θέσεων τις οποίες παίρνει ένα κινητό κατά τη διάρκεια τής κίνησης του
β) η γραμμή που διαγράφεται από το κέντρο βάρους ενός βλήματος κατά τη διάρκεια τής κίνησης του στον αέρα ή στο διάστημα
3. (αστρον.-φυσ.) η διαδρομή την οποία εκτελεί ένα σώμα κατά την περιφορά του γύρω από ένα άλλο, μεγαλύτερης μάζας σώμα, λόγω τής βαρύτητας (α. «η τροχιά ενός πλανήτη γύρω από τον Ήλιο» β. «η τροχιά ενός δορυφόρου γύρω από έναν πλανήτη»)
4. μαθημ. α) η γραμμή την οποία διαγράφει ένα κινούμενο σημείο
β) η καμπύλη που τέμνει όλες τις καμπύλες μιας δεδομένης οικογένειας κατά μία σταθερά γωνία ω
5. φρ. α) «ορθογώνια τροχιά»
μαθημ. η τροχιά κατά την οποία η σταθερή γωνία ω κατά την οποία μία καμπύλη τέμνει όλες τις καμπύλες μιας οικογένειας είναι ίση με π/2
β) φρ. «σύγχρονη τροχιά»
(φυσ.-αστρον.) κυκλική τροχιά που έχει ύψος 35.900 περίπου χιλιόμετρα από τη Γη και την οποία εκτελεί ένα σώμα κατά την περιφορά του γύρω από αυτήν σε μία ημέρα
γ) «βέλος τροχιάς»
φυσ. η απόσταση τού ψηλότερου σημείου τής τροχιάς από το οριζόντιο επίπεδο
αρχ.
1. οδός
2. η περιφέρεια τού τροχού, τής ρόδας
3. η τριχέα*.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τροχός ή τρόχος + κατάλ. -ια (πρβλ. πρασ-ιά, σπογγ-ιά)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • τροχιά — τροχιά̱ , τροχιά wheel track fem nom/voc/acc dual τροχιά̱ , τροχιά wheel track fem nom/voc sg (attic doric aeolic) τροχιός round neut nom/voc/acc pl τροχιά̱ , τροχιός round fem nom/voc/acc dual τροχιά̱ , τροχιός round fem nom/voc sg (attic doric… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τροχιά — η 1. τα ίχνη που αφήνουν στο χώμα οι τροχοί οχήματος, τα αχνάρια της ρόδας. 2. σιδηροτροχιά, ράγα. 3. (μαθ.), η γραμμή που διαγράφει ένα υλικό σημείο που κινείται. 4. η καμπύλη που διαγράφει ουράνιο σώμα στην κίνησή του: Η τροχιά της Γης. 5.… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τρόχια — τρόχιον rotella neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γεωσύγχρονη τροχιά — Μία γήινη τροχιά που ακολουθεί ένας δορυφόρος (κίνηση από Δ προς Α) με περίοδο 23 ώρες, 56 λεπτά και 4,1 δευτερόλεπτα, ίση δηλαδή με την περίοδο περιστροφής της Γης γύρω από τον άξονά της. Αν η τροχιά είναι κεκλιμένη σε σχέση με το ισημερινό… …   Dictionary of Greek

  • τροχιάν — τροχιά̱ν , τροχιά wheel track fem acc sg (attic doric aeolic) τροχιά̱ν , τροχιός round fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τροχιάς — τροχιά̱ς , τροχιά wheel track fem acc pl τροχιά̱ς , τροχιός round fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τροχιᾶς — τροχιά wheel track fem gen sg (attic doric aeolic) τροχιᾶ̱ς , τροχιάζω roto fut ind act 2nd sg (doric) τροχιός round fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τροχίας — τροχίᾱς , τροχίας courier masc acc pl τροχίᾱς , τροχίας courier masc nom sg (attic epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τροχιαῖς — τροχιά wheel track fem dat pl τροχιός round fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τροχιαί — τροχιά wheel track fem nom/voc pl τροχιός round fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”